- δοῦμαι
- δέομαιlackpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθυποδούμαι — καθυποδούμαι, έομαι (Μ) (επιτατ. τού υποδούμαι) δένω καλά στα πόδια σανδάλια ή υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δοῦμαι «δένω τα υποδήματά μου»] … Dictionary of Greek